Following the establishment of Constantinople as the state capital of the Roman Empire in the early part of the fourth century, a series of significant ecclesiastical events saw the status of the Bishop of New Rome (as Constantinople was then called) elevated to its current position and privilege. The Church of Constantinople is traditionally regarded as being founded by St. Andrew, the "first-called" of the Apostles. The 3rd canon of the Second Ecumenical Council held in Constantinople (381) conferred upon the bishop of this city second rank after the Bishop of Rome. Less than a century later, the 28th canon of the Fourth Ecumenical Council held in Chalcedon (451) offered Constantinople equal ranking to Rome and special responsibilities throughout the rest of the world and expanding its jurisdiction to territories hitherto unclaimed. The Ecumenical Patriarchate holds an honorary primacy among the autocephalous, or ecclesiastically independent, Churches. It enjoys the privilege of serving as "first among equals."
- Excerpt taken from Apostolic Pilgramage, History of the Ecumenical Patriarchate
Learn More About the Structure of the Ecumencial Patriarchate...
1. Ἡ Ἀποστολική ἀξία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως
Οἱ Ἀπόστολοι ἐστάλησαν ὑπό τοῦ Χριστοῦ διά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας εἰς πάντα τά ἔθνη. Κατά θαυμαστόν ὄντως τρόπον ἐπέτυχον, παρά τούς διωγμούς καί τάς δυσμενεῖς ἐξωτερικάς συνθήκας, τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἱκανούμενοι, νά ἐξαπλώσουν τόν Χριστιανισμόν ἐντός ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὁ Πρωτόκλητος τῶν Ἀποστόλων, ἔδρασε, κατά ἀξιοπίστους ἱστορικάς πηγάς καί τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, εἰς τάς περί τόν Εὔξεινον Πόντον περιοχάς, εἰς τήν Θράκην καί εἰς τήν Ἀχαΐαν, ὅπου καί ἐμαρτύρησεν. Ἡ εἰς τάς περιοχάς ταύτας δράσις τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου συνετέλεσεν ὥστε αἱ Ἐκκλησίαι αὐτῶν, ὡς τῆς Τραπεζοῦντος, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν Πατρῶν, νά τιμοῦν αὐτόν ἰδιαιτέρως ὡς ἱδρυτήν καί προστάτην. Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἔχει καθιερώσει τήν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου (30 Νοεμβρίου) ὡς Θρονικήν Ἑορτήν, ἑορταζομένην μετά λαμπρότητος. Ὁ ἑορτασμός οὗτος, διακοπείς κατά τούς πρώτους χρόνους τῆς τουρκοκρατίας, ἐπανηνέχθη ἐπί Πατριαρχίας τοῦ ἀπό Φιλιππουπόλεως Σεραφείμ τοῦ Β´ (1760), συνεχιζόμενος ἔκτοτε ἀδιακόπως μέχρι σήμερον. Εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου μετεφέρθησαν ἐκ τῶν Πατρῶν τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἀποστόλου τό ἔτος 356, κατατεθέντα ἐν τῷ ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως οὗτος, ὡς φαίνεται καί ἐκ τῆς εἰς αὐτόν ἀφιερώσεως πολλῶν ναῶν.